-
1 θεόπνευστος
θεόπνευστος, -η, -οбогодухновенный:Этим.< θεο- + πνευστος < πνέω «Бог + дуть, веять»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θεόπνευστος
1 θεόπνευστος
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θεόπνευστος